κάλπις

κάλπις
κάλπις, ιδος, , acc.
A

κάλπιν Od.7.20

,

κάλπιδα Pi.O.6.40

:—pitcher (Thess. word for ὑδρία, acc. to AB1095), Od. and Pi.Il.cc., h.Cer. 107, E.Hipp.123 (lyr.), Ar.Ra.1339 (lyr.), Lys.358, etc.; a kind of cup, Philem.Gr. ap. Ath.11.468f; box for unguent, Antiph.106.2, Plb. 30.25.17; urn for drawing lots or collecting votes, Luc.Herm.40, 57; cinerary urn, Plu.Demetr.53: with play on the original sense, AP 12.74 (Mel.), 7.384 (Marc. Arg.); Panathenaic vase, Call.Fr.122; = κάλπη (B) 11, Gem.3.6, S.E.M.5.92 :—in Hsch. also [full] κάλπη, (q.v.), and [full] κάλπος, .

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κάλπις — pitcher fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλπίδων — κάλπις pitcher fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδα — κάλπις pitcher fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδας — κάλπις pitcher fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδες — κάλπις pitcher fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδι — κάλπις pitcher fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδος — κάλπις pitcher fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιν — κάλπις pitcher fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπισι — κάλπις pitcher fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”